ἱπποτυφία

ἱπποτυφία
ἱπποτῡφίᾱ , ἱπποτυφία
horse-pride
fem nom/voc/acc dual
ἱπποτῡφίᾱ , ἱπποτυφία
horse-pride
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιπποτυφία — ἱπποτυφία, ἡ (Α) υπερβολική υπερηφάνεια που καταλαμβάνει τον ιππέα, υπεροψία, αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τυφία (< τῡφος «αλαζονεία, έπαρση»), πρβλ. α τυφία, σεμνο τυφία] …   Dictionary of Greek

  • ἱπποτυφίᾳ — ἱπποτῡφίαι , ἱπποτυφία horse pride fem nom/voc pl ἱπποτῡφίᾱͅ , ἱπποτυφία horse pride fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποτυφίας — ἱπποτῡφίᾱς , ἱπποτυφία horse pride fem acc pl ἱπποτῡφίᾱς , ἱπποτυφία horse pride fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”